Οικογενειακές Διαφορές - Διαζύγια – Διατροφές

Διαζύγιο

Το πρώτο που πρέπει να απαντηθεί σε περίπτωση διαζυγίου είναι το ερώτημα εάν το ζευγάρι θα προχωρήσει σ’ ένα συναινετικό διαζύγιο ή σ’ ένα διαζύγιο με αντιδικία,  γεγονός που εξαρτάται  τόσο από τις συνθήκες της έως τότε έγγαμης συμβίωσης όσο και από τις προθέσεις των δύο πλευρών.

Το συναινετικό διαζύγιο είναι η ταχύτερη και οικονομικότερη νομική διαδικασία, η οποία, όμως,  προϋποθέτει τη συμφωνία των δύο μερών στη συναινετική λύση του γάμου τους, αλλά και των λοιπών ζητημάτων που προκύπτουν από αυτήν (επιμέλεια ανηλίκων τέκνων, δικαίωμα επικοινωνίας, διατροφή).

Όταν είναι προδήλως ανέφικτη μια συναινετική λύση της έγγαμης συμβίωσης, η προσφυγή στην δικαιοσύνη για την λύση του γάμου γίνεται μονόδρομος. Το διαζύγιο κατ’ αντιδικία περιλαμβάνει δύο τρόπους λύσης του γάμου:

  • τη λύση του γάμου λόγω ισχυρού κλονισμού του που επήλθε από γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της εγγάμου συμβιώσεως και καθιστούν ανυπόφορη την περαιτέρω συνέχισή της και
  • τη λύση του γάμου λόγω υπερδιετούς διαστάσεως μεταξύ των συζύγων.

Με το συναινετικό διαζύγιο δίδεται η δυνατότητα στους εν διαστάσει συζύγους να ρυθμίσουν γρήγορα και με μια μόνο διαδικασία όλα τα θέματα που σχετίζονται με την λύση του γάμου τους (διατροφή και επιμέλεια ανηλίκων τέκνων, επικοινωνία με αυτά, διατροφή πρώην συζύγου (όπου ο νόμος το προβλέπει), μετοίκιση ενός εκ των δύο συζύγων, κοινά περιουσιακά στοιχεία).

Με το άρθρο 22 του Νόμου 4509/2017Τ, το συναινετικό διαζύγιο συντάσσεται ενώπιον συμβολαιογράφου, με υποχρεωτική εκ του νόμου παράσταση δύο δικηγόρων (ενός για καθένα από τους δύο συζύγους).

Η νέα διαδικασία ολοκληρώνεται σε μόλις 12 ημέρες, δίνοντας τη δυνατότητα σε οιοδήποτε μέρος να τελέσει νέο γάμο, εάν το επιθυμεί.

 

Αναλυτικότερα τα βήματα για την έκδοση συναινετικού διαζυγίου είναι τα ακόλουθα:

  • Καθένας από τους συζύγους επιλέγει τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, ο οποίος θα τον εκπροσωπήσει σε όλη την διαδικασία. Ο Νόμος δεν παρέχει τη δυνατότητα εκπροσώπησης αμφότερων των συζύγων από τον ίδιο δικηγόρο.
  • Συντάσσεται Ιδιωτικό Συμφωνητικό, με το οποίο οι σύζυγοι δηλώνουν την επιθυμία τους για τη λύση του γάμου ενώ, ταυτόχρονα, εάν υπάρχουν ανήλικα τέκνα, ρυθμίζονται τα ζητήματαεπιμέλειας, διατροφής και επικοινωνίαςμε αυτά, με υποχρεωτική ισχύ του συμφωνηθέντος περιεχομένου για δύο (2) έτη τουλάχιστον.
  • Το ιδιωτικό Συμφωνητικού υπογράφεται ενώπιον της Γραμματείας του Ειρηνοδικείου της έδρας του συμβολαιογράφου που θα συντάξει τη συμβολαιογραφική πράξη
  • είτε από τους συζύγους. Στην περίπτωση αυτή, η Γραμματεία βεβαιώνει το γνήσιο της υπογραφής των συζύγων
  • είτε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους των συζύγων. Στην περίπτωση αυτή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι θα πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με συμβολαιογραφικό ειδικό πληρεξούσιο, που έχει συνταχθεί εντός μηνός πριν την υπογραφή του συμφωνητικού.
  • Με την πάροδο δέκα (10) ημερών από την υπογραφή του, το ιδιωτικό συμφωνητικό προσκομίζεται στον Συμβολαιογράφο που έχουν επιλέξει τα μέρη, προκειμένου να καταρτισθεί Συμβολαιογραφική πράξη λύσης του γάμου, η οποία επί της ουσίας επικυρώνει τη ήδη καταρτισθείσα συμφωνία των συζύγων. Τη συμβολαιογραφική πράξη υπογράφουν οι σύζυγοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ή μόνον οι τελευταίοι, εφόσον έχουν εφοδιαστεί προς τούτο με ειδικό πληρεξούσιο έγγραφο, εντός μηνός από την υπογραφή της πράξης.
  • Εάν ο γάμος των συζύγων ήταν θρησκευτικός, τότε ένας από τους συζύγους υποβάλει αίτηση, ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, ζητώντας την έκδοση εισαγγελικής παραγγελίας για την πνευματική λύση του γάμου, συνοδευόμενη από αντίγραφο της καταρτισθείσας συμβολαιογραφικής πράξης λύσης του γάμου. Η παραγγελία, μαζί με αντίγραφο της συμβολαιογραφικής πράξης λύσης του γάμου, υποβάλλονται στην Ιερά Μητρόπολη στην οποία ανήκει ο ιερός ναός τέλεσης του γάμου.
  • Η διαδικασία ολοκληρώνεται με την προσκόμιση στο Ληξιαρχείο, στο οποίο δηλώθηκε η τέλεση του γάμου, όλων των ανωτέρω, προκειμένου να δηλωθεί η λύση του.

 

Ως προς τα ζητήματα επιμέλειας, επικοινωνίας και διατροφής ανήλικων τέκνων, η πράξη αποτελεί εκτελεστό τίτλο, εφόσον έχουν συμπεριληφθεί στη συμφωνία οι ρυθμίσεις των άρθρων 950 και 951 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Μετά τη λήξη ισχύος του επικυρωμένου συμφωνητικού, η οποία είναι τουλάχιστον διετής από την υπογραφή του, μπορούν τα θέματα αυτά να περιληφθούν σε νέα συμφωνία και με την ίδια διαδικασία.

Σε περίπτωση που λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών κατά την διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης δεν είναι δυνατή η επίτευξη συναινετικής συμφωνίας μεταξύ των συζύγων ή σε περίπτωση που οι προσπάθειες για την έκδοση συναινετικού διαζυγίου απέβησαν άκαρπες, καθένας από τους συζύγους που επιθυμεί την λύση του γάμου έχει δικαίωμα να ζητήσει διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης να καθίσταται αφόρητη για τον σύζυγο που ζητά το διαζύγιο («ισχυρό κλονισμό» της έγγαμης συμβίωσης).      

        Ο «ισχυρός κλονισμός» συνίσταται σε εκείνα τα γεγονότα που πλήττουν τον θεσμό του γάμου, ώστε η εξακολούθησή του να είναι πλέον αδύνατη και αφόρητη. Τα γεγονότα αυτά μπορούν να συνδέονται αιτιωδώς είτε με το πρόσωπο του άλλου συζύγου είτε και των δύο συζύγων. Αυτό σημαίνει ότι δεν τίθεται ως προϋπόθεση η «υπαιτιότητα» του άλλου συζύγου, με αποτέλεσμα στην έννοια του κλονιστικού γεγονότος να περιλαμβάνονται καταστάσεις που μπορεί να μην οφείλονται σε υπαιτιότητα του άλλου συζύγου, δηλαδή να μην ευθύνεται για αυτές.

        Ενδεικτικά ως κλονιστικά γεγονότα χαρακτηρίζονται οι αδικαιολόγητες απουσίες από το σπίτι, η χρήση βίας, οι ύβρεις, οι παραβάσεις της συζυγικής πίστης, η παράβαση της υποχρέωσης συνεισφοράς στις οικογενειακές ανάγκες, η διαφορά χαρακτήρων, ηλικίας, μόρφωσης και κοινωνικής θέσης, τα οικονομικά προβλήματα, οι ψυχικές ασθένειες, ο αλκοολισμός, η τοξικομανία κλπ.

       Ο Νόμος προβλέπει ότι ο κλονισμός τεκμαίρεται μαχητά σε περίπτωση διγαμίας ή μοιχείας, εγκατάλειψη της συζυγικής σχέσης, επιβουλής της ζωής και άσκηση ενδοοικογενειακής βίας.

Ο σύζυγος που επιθυμεί την λύση του γάμου με διαζύγιο λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης οφείλει να ασκήσει αγωγή διαζυγίου κατά του άλλου συζύγου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου της τελευταίας κοινής τους διαμονής. Για να επέλθει η λύση του γάμου, θα πρέπει η σχετική απόφαση διαζυγίου να καταστεί αμετάκλητη, δηλαδή να μην είναι δυνατή η άσκηση τακτικών ή έκτακτων ενδίκων μέσων κατά αυτής.

Ο νομοθέτης θεωρεί την τουλάχιστον δύο ετών διάσταση μεταξύ των συζύγων ως αμάχητο τεκμήριο κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης, το οποίο οδηγεί στην λύση του γάμου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ως διάσταση νοείται η φυσική και ψυχική απομάκρυνση μεταξύ των συζύγων, με την πρόθεσή τους να μην έχουν πλέον κοινωνία βίου.

Η συμπλήρωση του χρόνου της διάστασης θα πρέπει να έχει συμπληρωθεί κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής, ενόσω μικρές διακοπές που έγιναν ως προσπάθεια αποκατάστασης των σχέσεων μεταξύ των συζύγων δεν διακόπτουν τον υπολογισμό του χρόνου της διάστασης.

Από την συμπλήρωση, επομένως, διετούς διάστασης, τεκμαίρεται αμάχητα ο αντικειμενικός κλονισμός του γάμου, γεγονός που σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να αποδειχθεί διαφορετικά ο κλονισμός του και το Δικαστήριο προχωρά αμέσως στην λύση του γάμου, με μόνη την απόδειξη της διετούς διάστασης.

Ο σύζυγος που επιθυμεί την λύση του γάμου με διαζύγιο λόγω διετούς διαστάσεως , οφείλει να ασκήσει αγωγή διαζυγίου κατά του άλλου συζύγου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου της τελευταίας κοινής τους διαμονής. Για να επέλθει η λύση του γάμου, θα πρέπει η σχετική απόφαση διαζυγίου να καταστεί αμετάκλητη, δηλαδή να μην είναι δυνατή η άσκηση τακτικών ή έκτακτων ενδίκων μέσων κατά αυτής.

Καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο, όταν ο άλλος έχει κηρυχθεί με δικαστική απόφαση σε αφάνεια.

Ένα από τα πιο σημαντικά και ευαίσθητα θέματα που προκύπτουν σε περίπτωση διάστασης των συζύγων ή διαζυγίου είναι η επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων τους και η επικοινωνία τους με τον άλλο γονέα.

Ο γονέας στον οποίο ανατίθεται η επιμέλεια των ανήλικων τέκνων του ζευγαριού  σε περίπτωση διαστάσεως ή διαζυγίου είναι ο γονέας με τον οποίο αυτά θα διαμένουν και θα μεριμνά καθημερινά για θέματα που σχετίζονται με την επίβλεψη, την φροντίδα, την μόρφωση και την εκπαίδευση τους.

Για θέματα που σχετίζονται με το τέκνο και δεν αποτελούν ζητήματα της καθημερινότητάς του όπως π.χ. η ονοματοδοσία, η επιλογή θρησκεύματος, η διενέργεια σοβαρής χειρουργικής επέμβασης, η περιουσία, η λήψη αποφάσεων εξακολουθεί να λαμβάνεται και από τους δύο γονείς, στα πλαίσια της άσκησης της γονικής μέριμνας.

Η επιμέλεια ανατίθεται, λαμβάνοντας υπόψη πρωτίστως το συμφέρον του τέκνου, το οποίο προσδιορίζεται σύμφωνα με τις ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, την πνευματική τους ανάπτυξη, την δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, την σταθερότητα των συνθηκών διαβίωσης. Συνεκτιμάται επίσης, η τυχόν ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς έναν από τους γονείς του.

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις (π.χ. αλκοολισμού, ψυχικών νόσων, ενδοοικογενειακής βίας, χρήσης ναρκωτικών ουσιών) μπορεί να αφαιρεθεί από τον γονέα το δικαίωμα άσκησης της γονικής μέριμνας, η οποία στην περίπτωση αυτή ασκείται αποκλειστικά από τον ένα γονέα.

Η άσκηση της επιμέλειας μπορεί να ανατεθεί σε έναν από τους δύο γονείς με κοινή συμφωνία μεταξύ τους, στα πλαίσια ενός συναινετικού διαζυγίου, διαφορετικά ανατίθεται με δικαστική απόφαση, κατόπιν άσκησης Αγωγής από τον γονέα που επιθυμεί να την ασκεί κατά του άλλου.

 

Δικαίωμα Επικοινωνίας

 

Ο γονέας στον οποίο δεν έχει ανατεθεί η επιμέλεια των τέκνων διατηρεί το δικαίωμα της επικοινωνίας του με αυτά, η οποία καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία, τις ανάγκες και τις υποχρεώσεις (σχολικές και εξωσχολικές) του τέκνου.

Η επικοινωνία μπορεί να συνίσταται στην επίσκεψη του γονέα στην οικία του τέκνου, την κοινή έξοδό τους για επικοινωνία, την ψυχαγωγία του, τη διανυκτέρευση του τέκνου στην οικία του γονέα, τις κοινές διακοπές.

Το δικαίωμα της επικοινωνίας μπορεί να καθορισθεί ελεύθερα με κοινή συμφωνία μεταξύ τους, στα πλαίσια ενός συναινετικού διαζυγίου, διαφορετικά καθορίζεται με δικαστική απόφαση, κατόπιν άσκησης Αγωγής από τον γονέα που την επιθυμεί.

Το δικαίωμα της επικοινωνίας δεν μπορεί αν παρεμποδίζεται από τον ασκούνται την επιμέλεια γονέα. Η επαναλαμβανόμενη παρεμπόδιση αποτελεί παραβίαση δικαστική απόφασης και παράβαση του άρθρου 232 Α΄ του Ποινικού Κώδικα, δίνοντας στον γονέα του οποίου παραβιάζεται το δικαίωμα να υποβάλει έγκληση και να ζητήσει την ποινική δίωξη του άλλου γονέα.

Ταυτόχρονα όμως, η παράλειψη άσκησης της επικοινωνίας με τα παιδιά του από τον δικαιούχο γονέα μπορεί να οδηγήσει ενδεχομένως σε περιορισμό του δικαιώματος επικοινωνίας του με δικαστική απόφαση.

Το πρόβλημα ωστόσο δημιουργείται στην περίπτωση κατά την οποία το ίδιο το ανήλικο τέκνο, ενώ υπάρχει δικαστική απόφαση που κατοχυρώνει το δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα που δεν έχει την επιμέλειά του, αρνείται πεισματικά την επικοινωνία μαζί του (Άρνηση επικοινωνίας). Στις περιπτώσεις αυτές ο γονέας που έχει την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου, έχει την δυνατότητα να ζητήσει με σχετική αίτηση ασφαλιστικών μέτρων την μεταρρύθμιση ή αλλιώς ανάκληση της απόφασης που έχει προσδιορίσει την επικοινωνία, επικαλούμενος αναλυτικά την ουσιώδη μεταβολή των συνθηκών, το συμφέρον του τέκνου και την ισορροπία της ψυχοσυναισθηματικής του υγείας, η οποία είναι ο πρωταρχικός στόχος. Εάν μάλιστα το ίδιο το ανήλικο τέκνο είναι αρκετά ώριμο ηλικιακά, μπορεί να προσέλθει στο δικαστήριο και να μιλήσει με τον/την Πρόεδρο κατ’ ιδίαν σε ειδική ακρόαση, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος εκ μέρους του γονέα που ασκεί την επιμέλεια. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η εξεύρεση κάποιας συμβιβαστικής επίλυσης μεταξύ των γονέων πριν από οποιαδήποτε δικαστική ενέργεια, αποτελεί την ιδανικότερη λύση, με γνώμονα το αληθινό συμφέρον του ανηλίκου τέκνου.

 

Διατροφή ανηλίκων τέκνων

 

Ένα από τα συχνότερα προβλήματα στις σχέσεις μεταξύ εν διαστάσει ή πρώην συζύγων είναι το ύψος της διατροφής των ανήλικων τέκνων.

Με τον όρο «διατροφή» νοείται το χρηματικό ποσό πού απαιτείται για την κάλυψη του συνόλου των αναγκών του ανηλίκου τέκνου, όπως τροφή, στέγαση, θέρμανση, ένδυση, υπόδηση, ψυχαγωγία και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, φροντιστήριο, ξένες γλώσσες, αθλητικές δραστηριότητες, σχολικά έξοδα κ.α.

Σύμφωνα με τον νόμο, αμφότεροι οι σύζυγοι έχουν υποχρέωση προς διατροφή των ανήλικων τέκνων τους, ανάλογα με τις δυνάμεις του ο καθένας, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες τη ζωής των τέκνων.

Σε περίπτωση διαζυγίου ο γονέας που δεν διαμένει με τα ανήλικα τέκνα υποχρεούται να καταβάλλει μηνιαίως στον άλλο για λογαριασμό των ανηλίκων το ποσό της διατροφής που του αναλογεί.

Το ύψος της διατροφής μπορεί να καθορισθεί με κοινή συμφωνία των μερών, στα πλαίσια του Ιδιωτικού Συμφωνητικού, με το οποίο εκδίδεται το Συναινετικό Διαζύγιο. Σε αντίθετη περίπτωση αυτή καθορίζεται με δικαστική απόφαση.

Λαμβάνοντας υπόψη το κατεπείγον της ρύθμισης της υποχρέωσης καταβολής διατροφής των τέκνων, ο γονέας που ασκεί την επιμέλεια του τέκνου δύναται καταρχήν να αιτηθεί την παροχή προσωρινής έννομης προστασίας, με την κατάθεση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, ώστε να εκδοθεί άμεσα μία απόφαση που θα υποχρεώνει τον έτερο γονέα να καταβάλει διατροφή. Μαζί με την αίτηση των ασφαλιστικών ο δικαιούχος μπορεί να καταθέσει και αίτημα προσωρινής διαταγής, ώστε να υποχρεωθεί ο οφειλέτης της διατροφής στην καταβολή διατροφής έως την έκδοση απόφασης επί της αίτησης των ασφαλιστικών μέτρων.

Μετά την έκδοση της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, ο γονέας που ασκεί την επιμέλεια οφείλει υποχρεωτικά να καταθέσει τακτική αγωγή εντός εξήντα (60) ημερών από την επίδοση της απόφασης για την επιδίκαση οριστικής διατροφής ενώπιον του κατά τόπον αρμόδιου Μονομελούς Πρωτοδικείου. Η αγωγή για καταβολή διατροφής μπορεί, να ασκηθεί από τον δικαιούχο γονέα μαζί με την αγωγή διαζυγίου και την αγωγή για ρύθμιση της επιμέλειας. Αν δεν ασκηθεί τακτική αγωγή διατροφής εντός της ανωτέρω προθεσμίας, η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, λόγω του προσωρινού χαρακτήρα της, παύει αυτοδικαίως να ισχύει και ο δικαιούχος μένει απροστάτευτος.

Για την υποχρέωση διατροφής, η οποία αφορά ανήλικους, δεν τίθεται ζήτημα παραιτήσεως εκ της υποχρέωσης, διότι είναι επιβεβλημένη εκ του νόμου. Ακόμη και εάν μία τέτοια συμφωνία γίνει σε επίπεδο ιδιωτικού συμφωνητικού με τη συναίνεση των δύο γονέων, ένας τέτοιος όρος είναι άκυρος.

Ποια είναι τα μέσα έννομης προστασίας σε περίπτωση που ο υπόχρεος γονέας δεν καταβάλει την οφειλόμενη διατροφή;  Ο γονέας που έχει στα χέρια του δικαστική απόφαση διατροφής, μπορεί:

  • Να προβεί σε κατάσχεση της κινητής ή ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη γονέα
  • Να προβεί σε κατάσχεση των τραπεζικών του καταθέσεων ή του μισθού του • Να υποβάλει μήνυση για το αδίκημα της μη καταβολής διατροφής (άρθρο 358 ΠΚ)

 

Διατροφή ενηλίκων τέκνων

Το δικαίωμα διατροφής του τέκνου δεν προϋποθέτει αυστηρώς την ενηλικίωση του. Ο νόμος καθιερώνει υποχρέωση των γονέων για διατροφή του τέκνου τους και πέραν της ενηλικίωσής του, εάν αυτό δεν είναι σε θέση να διατρέφει τον εαυτό του από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βασικές του συνθήκες, ενόψει και των τυχόν αναγκών της εκπαιδεύσεώς του.

Η μόνη διαφορά στην αξίωση διατροφής του ενήλικου τέκνου σε σχέση με εκείνης του ανήλικου εντοπίζεται στο γεγονός ότι για την επιδίκαση διατροφής σε ενήλικο προϋποτίθεται ανυπαρξία κινητής ή ακίνητης περιουσίας ικανής για την κάλυψη των βιοτικών του αναγκών.

Η αδυναμία κάλυψης βιοτικών αναγκών αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη γέννηση του δικαιώματος, ανεξαρτήτως υπαιτιότητας ή όχι του δικαιούχου. Δεν απαιτείται, όμως, εσχάτη ένδεια για την τήρηση της εν λόγω προϋπόθεσης.

Ι. Διατροφή εν διαστάσει συζύγου – Προϋποθέσεις:

  1. Η ασθενέστερη οικονομική κατάσταση του δικαιούχου συζύγου (όχι απαραίτητα η απορία του).
  2. Η εύλογη αιτία για την διάσπαση της έγγαμης σχέσης.

Αν εκλείψει μια εκ των ανωτέρω προϋποθέσεων, χάνεται το δικαίωμα διατροφής. Η άρνηση του δικαιούχου συζύγου στην πρόσκληση του υπόχρεου προς διατροφή για επανασυμβίωση δεν συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος.

Η διατροφή υπολογίζεται με βάση τη συνεισφορά κάθε συζύγου στις οικογενειακές ανάγκες κατά τον χρόνο της έγγαμης συμβίωσης. Δεν αποτελεί, επομένως, προϋπόθεση η απορία του ενός συζύγου και η ευπορία του άλλου, αλλά αρκεί να αποδειχθεί ότι ο ένας είχε υποχρέωση μεγαλύτερης συνεισφοράς από τον άλλο. Έτσι, δικαιούχος είναι αυτός που κατά τη διάρκεια της συμβίωσης όφειλε τη μικρότερη συνεισφορά.

ΙΙ.  Διατροφή πρώην συζύγου – Προϋποθέσεις:

  1. Η απορία του δικαιούχου. Αυτή συνίσταται στην αδυναμία του διακαιούχου  για διατροφή από τα εισοδήματα και την περιουσία του. Σε περίπτωση μερικής αδυναμίας η αξίωση διατροφής υπολογίζεται αναλόγως. Δεν επηρεάζει η υπαιτιότητα για την αδυναμία αυτοδιατροφής.
  2. Η ευπορία του υποχρέου, λαμβάνοντας υπόψη τα εισοδήματα και την περιουσίας του, τις τυχόν υποχρεώσεών του προς τρίτους, όπως ανήλικα τέκνα ή νέα σύζυγος0.
  3. Αδυναμία του δικαιούχου να αρχίσει ή να συνεχίσει την άσκηση κατάλληλου (ανάλογου με τις δυνατότητες του, συμβατού με τις συνθήκες της έγγαμης ζωής του) επαγγέλματος, λόγω ηλικίας ή υγείας.
  4. Αδυναμία άσκησης καταλλήλου επαγγέλματος λόγω άσκησης της επιμέλειας του προσώπου ανηλίκου τέκνου. Η προϋπόθεση αυτή μπορεί να εμφανίζεται και μετά την αμετάκλητη λύση του γάμου.
  5. Αδυναμία του δικαιούχου για εύρεση κατάλληλης εργασίας (αντάξια των ικανοτήτων του και των ιδιοτήτων του) ή ανάγκη επαγγελματικής εκπαίδευσης, η οποία πρέπει να είναι αναγκαία και είναι αδιάφορο αν την είχε ξεκινήσει πριν ή κατά τη διάρκεια του γάμου και την έκοψε
  6. Λόγοι επιείκειας: Ο λόγος επιείκειας πρέπει να υπάρχει κατά την έκδοση του διαζυγίου και να σχετίζεται με τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως άρρωστο ενήλικο κοινό τέκνο, ηλικιωμένοι και ανήμποροι γονείς του που συνέδραμε στη διάρκεια του γάμου, άσκηση επιμέλειας ανηλίκων τέκνων από προηγούμενο γάμο.

Η ιδιότητα του τέκνου – σε περιπτώσεις που υφίσταται γάμος – μπορεί να προσβληθεί δικαστικώς, αν αποδειχθεί ότι η μητέρα δεν συνέλαβε πράγματι από τον σύζυγό της.

Την προσβολή μπορούν να ασκήσουν – σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του Νόμου – ο φερόμενος πατέρας, οι γονείς του αν αυτός πέθανε χωρίς να έχει χάσει το δικαίωμα της προσβολής, το τέκνο, η μητέρα του και ο φυσικός πατέρας του τέκνου.

Ο πατέρας μπορεί να αναγνωρίσει ως δικό του το τέκνο που γεννήθηκε χωρίς γάμο, εφόσον συναινεί σε αυτό η μητέρα. Η αναγνώριση γίνεται με δήλωση ενώπιον συμβολαιογράφου.

Σε περίπτωση άρνηση της μητέρας να συναινέσει, ο πατέρας έχει δικαίωμα να ζητήσει δικαστικά την αναγνώριση.

Το ίδιο ισχύει και για την μητέρα, δηλαδή να ζητήσει δικαστικά την αναγνώριση της πατρότητας, σε περίπτωση άρνησης του πατέρα να αναγνωρίσει εκούσια- συμβολαιογραφικά το τέκνο του.